- άσταχτος
- η , ο1) не капающий; 2) не протекающий (о крыше, бочке и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άσταχτος — η, ο (Α ἄστακτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν στάζει, που δεν βγάζει ούτε σταγόνα νερού, ο αστάλαχτος αρχ. Ι. εκείνος που έχει αδιάκοπη ροή, που ρέει με αφθονία II. επίρρ. ἀστακτί όχι σταλαματιά σταλαματιά, με άφθονη δηλαδή ροή … Dictionary of Greek
άστακτος — ἄστακτος, ον (Α) βλ. ἄσταχτος … Dictionary of Greek